- τουμπανίζω
- τουμπάνισα, τουμπανίστηκα, τουμπανισμένος, τουμπανιάζω (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τουμπανίζω — Ν βλ. τυμπανίζω … Dictionary of Greek
τυμπανίζω — ΝΑ, και τουμπανίζω και τουμπανιάζω Ν [τύμπανον / τούμπανο] 1. παίζω τύμπανο 2. μτφ. ξυλοκοπώ κάποιον δυνατά, τόν δέρνω αλύπητα μσν. διαλαλώ με θόρυβο σαν με τυμπανοκρουσία, διατυμπανίζω αρχ. 1. χτυπώ κάτι σαν τύμπανο 2. (για ρήτορα) κάνω βίαιες… … Dictionary of Greek